Θεμιστοκλέους

Θεμιστοκλέους
Θεμιστοκλέης
masc gen sg (attic epic doric)
Θεμιστοκλῆς
masc gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Kostas Themistocleous — (Greek: Κώστας Θεμιστοκλέους born in 1949) is a Cypriot politician. He studied Economics and political sciences in Athens. He also studied MSc Economics Developing in London. He is married with Avgi Lymbouri and has 2 daughters and 1 son.… …   Wikipedia

  • γνώμη — η (AM γνώμη) 1. σκέψη, ιδέα, άποψη («σύμφωνη γνώμη, αντίθετη γνώμη, τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην») 2. θέληση, επιθυμία (α. «δεν τού κάμε τη γνώμη του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην σύμφωνα με την επιθυμία του») 3.… …   Dictionary of Greek

  • επικυδής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ευφημίδου (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος δημαγωγός, σύγχρονος του Θεμιστοκλή. Ο Πλούταρχος (Βίος Θεμιστοκλέους VI, 20 30) τον θεωρεί δειλό και φιλόδοξο. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ο πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • θεμιστόκλειος — α, ο (Α θεμιστόκλειος, ον) 1. αυτός που αναφέρεται στον Θεμιστοκλή 2. το ουδ. ως ουσ. το θεμιστόκλειο(ν) ο τάφος τού Θεμιστοκλέους στην Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θεμιστοκλής] …   Dictionary of Greek

  • παιδαγωγός — Τίτλος διαφόρων ελληνικών περιοδικών. 1. Εκπαιδευτικό περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1839 από τον Ηλία Χριστοφορίδη. 2. Μηνιαίο και μετά δεκαπενθήμερο περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1921 με διευθυντή τον X. Κυριακάτο. Αποτελεί …   Dictionary of Greek

  • συγκαταψηφίζομαι — Α 1. καταδικάζω και εγώ κάποιον με την ψήφο μου («λέγεται δ ὁ Τιμοκρέων ἐπὶ μηδισμῷ φυγεῑν συγκαταψηφισαμένου τοῡ Θεμιστοκλέους», Πλούτ.) 2. συγκαταλέγομαι, συμπεριλαμβάνομαι με εκλογή («συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τοπωνύμιο — Oνομασία πόλης και γενικά οικισμού. Στα τελευταία χρόνια τ. λέγονται και οι ονομασίες συνοικιών ή τοποθεσιών. Στην Αθήνα, τα γνωστότερα τ. είναι: Αγγελοπούλου. Ονομάστηκε έτσι από την ιδιοκτησία της οικογένειας Αγγελόπουλων Αθανάτων, που ζούσε… …   Dictionary of Greek

  • Σταγειρίτης, Αθανάσιος — Λόγιος. Έζησε στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. Καταγόταν από τα Στάγαρα της Μακεδονίας. Διετέλεσε καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στην Καισαροβασιλική Ακαδημία των Ανατολικών Γλωσσών της Βιέννης. Ήταν ένας από τους κυριότερους… …   Dictionary of Greek

  • Στησίμβροτος — Θάσιος συγγραφέας και σοφιστής, που έζησε στην Αθήνα στους χρόνους του Κίμωνα. Έγραψε εναντίον του Περικλή και άλλων δημοσίων αντρών. Σώζονται αποσπάσματα από το βιβλίο του Περί Θεμιστοκλέους και Θουκυδίδου και Περικλέους. Έγραψε επίσης και για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”